ῥάκιον

ῥάκιον
ῥάκιον
rags
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ράκιον — τὸ, Α [ῥάκος] (με υποκορ. σημ.) 1. μικρό ράκος, κουρελάκι 2. πιθ. επίδεσμος από κουρέλι 3. σημαία από κουρέλια …   Dictionary of Greek

  • ῥακίοις — ῥάκιον rags neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥακίοισι — ῥάκιον rags neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥακίου — ῥάκιον rags neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥακίων — ῥάκιον rags neut gen pl ῥάκος ragged neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥακίῳ — ῥάκιον rags neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάκια — ῥάκιον rags neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρακιοσυρραπτάδης — ὁ, Α 1. αυτός που μαζεύει, που συγκεντρώνει και συρράπτει κουρέλια 2. (ως σκωπτική προσωνυμία τού Ευριπίδου) αυτός που ντύνει τους ήρωές του με κουρέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκιον + συρράπτω + κατάλ. άδης (πρβλ. συλλεκτ άδης)] …   Dictionary of Greek

  • ρακιοφόρος — ον, Μ ρακένδυτος, κουρελιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκιον + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՊԵՐՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 1055 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 11c գ. ԿԱՊԵՐՏԱԿ ԿԱՊԵՐՏԻԿ. ῤάκιον vestis vilis. Դոյզն կապերտ, լաթի կտոր, քրջի կտոր. *Եւ այժմէն իսկ ʼի տօնսն կապերտակս իմն զերեսօքն պատեն. Ոսկ. ես.: *Կոստանդիանոս հրամայեաց զօրացն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”